διπλότερος

διπλότερος
διπλός
masc nom comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… …   Dictionary of Greek

  • ԿՐԿՆԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 1 1135 Chronological Sequence: 6c ա. διπλότερος . ըստ յն. ոճոյ, իբր Կրկին եւս. երկպատիկ աւելի. *Ըստ որում Կատարելագոյնն է եւ կրկնագոյն առն՝ առ կնոջ ստեղծուածն. Փիլ. լին. ՟Ա. 25 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”